- καταστηματάρχης
- οο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εμπορικού καταστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστημα, -τος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι-άρχης, τελετ-άρχης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταστηματάρχης — ο ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εμπορικού καταστήματος: Ο καταστηματάρχης είναι γνωστός και πάντα μου κάνει έκπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
ταμιεύς — έως, ὁ, Μ καταστηματάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. ταμιεύω] … Dictionary of Greek
νοητικός χάρτης — Νοητική εικόνα του περιβάλλοντος κόσμου την οποία διαμορφώνει σταδιακά ένας άνθρωπος ανάλογα με την εκπαίδευσή του, τις προσωπικές του εμπειρίες και τις αντιλήψεις της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει. Ο όρος αυτός συνδέεται με το εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek
διατακτική — η έγγραφο με το οποίο επιτρέπεται στον παραλήπτη να εισπράξει, να παραλάβει ή να αποθηκεύσει κάτι: Ο καταστηματάρχης υπέγραψε διατακτική στον πελάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγαζάτορας — ο ο ιδιοκτήτης μαγαζιού, ο καταστηματάρχης: Δούλεψε σκληρά μέχρι να γίνει από υπάλληλος μαγαζάτορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπλωματάς — ο πληθ. άδες, θηλ. παπλωματού ούς, ο τεχνίτης, ο κατασκευαστής παπλωμάτων ή ο καταστηματάρχης, ιδιοκτήτης του παπλωματάδικου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)